οβριμόσπορος

οβριμόσπορος
ὀβριμόσπορος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) (για γη) αυτός που δίνει πλούσια παραγωγή, αυτός που έχει πλούσια βλάστηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄβριμος «ισχυρός, δυνατός» + σπόρος (< σπείρω), πρβλ. ομό-σπορος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὀβριμοσπόρου — ὀβριμόσπορος with mighty offspring masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”